Καθώς βρισκόμαστε σε περίοδο καρναβαλιών κι οι μάσκες φοριούνται επίσημα και ταυτόχρονα κριτικάρονται, είπα ν ασχοληθώ με τα της μάσκας και της ψυχολογικής της σημασίας.
Η μάσκα ή το προσωπείο προσομοιάζει με την εξωτερική εικόνα και συμπεριφορά μας προς τους άλλους Η οποία δεν ταιριάζει με την εσωτερική μας ψυχολογική κατάσταση. Δηλαδή, άλλα νιώθουμε και άλλα δείχνουμε, άλλα σκεφτόμαστε και άλλα λέμε. Κι αυτά για ποιο σκοπό; Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Να προστατευθούμε από τις αλήθειες που καίνε και απειλούν τις ισορροπίες. Βάζω τη μάσκα μου για να μην τρελαθώ εγώ και να μην τρελάνω τους άλλους. Ή βάζω τη μάσκα μου για να γλιτώσω εγώ και να τρελάνω τους άλλους;
Χαοτικός ο σύγχρονος κόσμος στον οποίο βρεθήκαμε να ζούμε. Έχουμε χάσει και τα αυγά και τα πασχάλια και τα παιδιά μας σίγουρα θα ψάχνουν επιστροφές στα παλαιά για να στηριχθούν. Έτσι οι κάθε λογής ψυχολογικές άμυνες μπαίνουν σε δράση κι η μάσκα μια άμυνα είναι, καλή κι είναι και φανταχτερή.
Για πολλά χρόνια αρνούμουν πεισματικά να βάφομαι και να βάφω τα μαλλιά μου. Ήθελα να δείχνω φυσική κι ανεπιτήδευτη, να μην κοροϊδεύω τους άλλους. ʼκουγα και τις συνήθεις ιστορίες για γκόμενες που όταν έβγαζαν το μακιγιάζ τρόμαζε ο άλλος και έψαχνε την πλαστική θεά που είχε ερωτευτεί. Τελευταίως, άκουσα και το άλλο για αυτόν που ήθελε να χωρίσει όταν ανακάλυψε πως το φυσικό χρώμα των οφθαλμών της συμβίας του δεν ήταν εκείνο των φακών επαφής. Ουάου!
Έτσι αποφάσιζα κι εγώ να παραμένω φυσική. Πόσο φυσική ήμουν όμως; Δεν έβαζα συνήθη μάσκα, μπορούσα όμως να ισχυριστώ πως δε φορούσα την αόρατη, αυτή της ψυχής; Το ψεύτικο χαμόγελο στους «υψηλούς», το «καλημέρα», το «μια χαρά» όταν όλα κακά, ψυχρά κι ανάποδα βαρούσαν. Έτσι αποφάσισα κι εγώ να βάλω τις εξωτερικές μάσκες και να βγάλω την εξωτερική. Να λέω τα πράγματα με τ όνομά τους και να πληρώνω τις συνέπειες. Περιττό να σας πω πως «χρεοκόπησα» τόσο βαρύ κι ασήκωτο το χρέος της κοινωνικής απόρριψης και αποδοκιμασίας. Βρίσκεσαι ξαφνικά χωρίς φίλους, ή χωρίς τους άσπονδους φίλους καλύτερα. Ανακαλύπτεις ποιος σε αγαπά και ποιος απλά σε ανέχεται. Ποιος χαίρεται στη χαρά σου και ποιος πανηγυρίζει στη λύπη σου. Ποιος ηδονίζεται στο να πατάει ακόμη μια φορά το σκουλήκι που πάτησε ο προηγούμενος.
Και αν το αντέξεις, αν σφίξεις δυνατά τα δόντια και το αντέξεις,(για κάποια χρόνια έβλεπα όνειρα πως έσφιγγα τόσο δυνατά τα δόντια μου που αυτά «λουβούσαν» και διαλύονταν). Εάν το αντέξεις, μετά έρχεται μια μέρα που ανεβαίνεις με την αξία σου. Και τότε φορούν οι άλλοι τις μάσκες σου. Σου δείχνουν τους φίλους ενώ απλά σε φθονούν, σε χαιρετούν για να δουν οι άλλοι πως έχουν φιλίες με «υψηλά» πρόσωπα, σε εκτιμούν για ν ανέβει και οι δική τους αξία. Και τότε τότε είναι διασκεδαστικό. Διασκεδαστικό και θλιβερό μαζί. Γιατί βλέπεις πως ήσουν εσύ όταν έβαζες κάθε μέρα την καλή σου μάσκα. Να καλύψεις τη μικρότητα και το φόβο σου. Να καλυφθείς γιατί δεν άντεχες ν αποκαλυφθείς.
Τότε; Καλύτερα ας μη βγάλουμε τις μάσκες μας γιατί ίσως να μην το αντέξουμε θα μου πείτε. Εμάς ίσως «λουβήσουν που ταλήθκεια» τα δόντια μας και χρειαστούμε και μασέλες. Και άντε μετά να βρεις μασέλες που να προσαρμόζουν αρμονικά με την καινούρια σου μάσκα, που σίγουρα θα πάρεις, δε θα πάρεις; Θα σκάσει ο άνθρωπος;
Θέκλα Πετρίδου.
Ψυχολόγος
Υ.Γ. Το κείμενο αυτή τη φορά ίσως διαβάζεται λιγάκι σαν μεθυσμένο. Συγχωράτε με. Είναι που οι απόκριες σηκώνουν το κρασί κι εγώ ακόμη να ξεβώ από το δεύτερο στάδιο του πένθους Καλή διασκέδαση!
το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγλαντζιά κατά την διάρκεια του Καρναβαλιού το 2006. Το Γενάρη του 2006 έχασα την αγαπημένη μου ξαδέλφη, 13 χρονών από αυτοκινητικό δυστύχημα. Για αυτό αναφέρομαι σε πένθος.