Η ώρα εκείνη που οι γονείς μας μεγαλώνουν, γερνούν και μετατρέπονται σε αδύναμα γεροντάκια είναι δύσκολη για όλους μας. Τους έχουμε συνηθίσει «ψηλούς», περήφανους, δυνατούς, αλάθητους μέχρι την εφηβεία μας. Και ίσως αντιπαθητικούς, ενοχλητικούς, παρεμβατικούς μετέπειτα. Όπως και να έχει το πράγμα, η σχέση του ανθρώπου με τους γονείς του μπαίνει σε μια ιδιαίτερη καμπή όταν αυτοί φτάσουν στην τρίτη ηλικία.
Ως ψυχολόγος, συναντώ κυρίως ανθρώπους με προσωπικά και συναισθηματικά προβλήματα κάθε είδους. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, οι δύσκολες σχέσεις με τους γονείς είναι πάντα γεγονός. Είτε πρόκειται για εφήβους, νέους ανθρώπους στο ξεκίνημά τους ή ακόμα και μεσήλικες. Οι δύσκολες σχέσεις με τους γονείς μας αποτελούν ίσως την υπ αριθμόν ένα αιτία για τη δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων.
Σε πολλές περιπτώσεις η λύση του γόρδιου δεσμού είναι αυτή που έδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Να κοπεί δηλαδή. Όντως υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ησυχάσουν σε μια συγκεκριμένη φάση στη ζωή τους, αν δεν σταματήσουν να έχουν επαφές με τους δικούς τους. Εννοείται όταν αυτοί είναι παρεμβατικοί στη ζωή των παιδιών τους, όταν δημιουργούν προβλήματα στους γάμους τους, όταν δεν δέχονται τους συντρόφους των παιδιών τους και γενικά όταν δεν σέβονται το γεγονός πως είναι ενήλικοι και επεμβαίνουν στη ζωή τους. Πολλοί άνθρωποι λοιπόν, ηθελημένα ή άθελά τους χαλούν τις σχέσεις τους με τους γονείς τους προκειμένου να βρουν την ηρεμία και την ησυχία να προχωρήσουν με τη ζωή τους. Αναγκαστικά.
Παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις υποστήριξα τέτοιες αποφάσεις, των παιδιών δηλαδή να διακόψουν σχέσεις με τους γονείς τους, πάντα βρίσκω πως κάτι τέτοιο δεν είναι η τέλεια λύση. Μπορεί να βρίσκει ο άνθρωπος την ησυχία και την ηρεμία που χρειάζεται, η ψυχή του όμως παραμένει μονίμως πληγωμένη. Δυσκολεύεται να βιώσει πλήρως τη χαρά και τη διασκέδαση. Πάντα κάτι του λείπει. Μια σκιά στις ωραίες στιγμές του, μια ακαθόριστη λύπη. Ο άνθρωπος μακριά από τη γονική αγάπη και αποδοχή δυσκολεύεται ιδιαίτερα να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να χαρεί τη ζωή του.
Έτσι, όταν οι γονείς του, φτάσουν στην τρίτη ηλικία, όταν «κάτσει η πυρά τους», όταν φτάσουν στο σημείο να χρειάζονται τη βοήθεια και την προστασία των παιδιών τους, πιστεύω πως τότε είναι η καταλληλότερη ευκαιρία για τη συμφιλίωση με τα ενήλικα παιδιά τους. Και αυτή η συμφιλίωση με τους γονείς θα δώσει και την πολυπόθητη συμφιλίωση με τον εαυτό μας και την ικανότητα για χαρά και ευτυχία.
Πώς το επιτυγχάνουμε όμως αυτό; Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, ειδικά εάν ποτέ δεν το καταφέραμε στα ενήλικα μας χρόνια;
Πρώτα απ όλα, ας έχουμε υπόψη μας πως οι γονείς μας τώρα βρίσκονται σε μια ευάλωτη θέση. Έστω κι αν παρουσιάζονται ακόμα «σκληροί» και άκαμπτοι, μέσα τους σίγουρα συγκλονίζονται από το φόβο της αρρώστιας και του θανάτου. Τους 2 ίσως πιο βασικούς φόβους του ανθρώπου, οι οποίοι θεριεύουν στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ευάλωτη θέση φυσικά όχι για να τους εκμεταλλευτούμε, αλλά για να μπορέσουμε να τους προσεγγίσουμε. Να έρθουμε κοντά τους, να συμμετέχουμε στα συναισθήματά τους, να μοιραστούμε μαζί τους το φόβο τους. Ο φόβος και η ανησυχία όταν μοιράζονται ελαττώνονται, δεν αυξάνουν. Ενώ η χαρά και η ευφορία πολλαπλασιάζονται … Γι αυτό ίσως και ο άνθρωπος χρειάζεται απαραίτητα τη συντροφιά. Για να αυξάνει τις χαρές του και να μειώνει τις λύπες του.
Προσφέρουμε λοιπόν συντροφιά στους γονείς μας. Ποιοτική συντροφιά με κουβέντα ανοιχτή, καθαρή από το βάθος της μιας καρδιάς στην άλλη. Παραμερίζουμε τα παράπονά μας και τα δικά μας αρνητικά συναισθήματα για αυτούς και επιδιώκουμε να μπούμε στα παπούτσια τους, να κατανοήσουμε τη θέση τους. ΄Ηδη οι περισσότεροι από εμάς έχουμε παιδιά, είμαστε κι εμείς γονείς κι αυτό το κάνει σίγουρα πιο εύκολο.
Ξεκινούμε ακούγοντας ξανά τις ιστορίες τους. Οι παππούδες έχουν πάντα τη συνήθεια να διηγούνται ιστορίες από τη ζωή τους, φέρνοντας έτσι πιο κοντά το παρελθόν, συμπτύσσοντας το χρόνο για να μπορέσουν να ρουφήξουν όλη την ενέργεια που χρειάζονται για να νιώσουν ακόμα ζωντανοί. Η αφήγηση των ιστοριών τους, από την παιδική και τη νεανική τους ηλικία, έχει όμως και έναν άλλο σκοπό. Να δώσουν την ευκαιρία στον εαυτό τους και στους άλλους να καταλάβουν καλύτερα το παρελθόν, να ξορκίσουν τον πόνο και την ενοχή που αυτό κουβαλά. Να εξαγνίσουν την ψυχή τους και να την καθαρίσουν από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ας ακούσουμε ξανά λοιπόν τις ιστορίες τους προσεκτικά, με άγρυπνο αυτί και ανοιχτά μάτια. Τι θέλουν να μας πουν μέσα από αυτές; Τι δύσκολες εμπειρίες είχαν; Ποια τραύματα κουβαλούν στην ψυχή τους; Πόσο πόνο; Ίσως έτσι καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά τους απέναντί μας όλα αυτά τα χρόνια, από τον καιρό που μας γέννησαν μέχρι σήμερα. Γιατί μας θύμωναν, γιατί μας έκαναν παρατηρήσεις, γιατί μας χτυπούσαν ίσως, γιατί δεν μπορούσαν να μας δείξουν αγάπη και στοργή…
Ξέρετε πόσο λυτρωτικό μπορεί να γίνει αυτό; Πόση ανακούφιση μπορεί να φέρει στην καρδιά, πόσα παράπονα από χρόνια να απαλείψει;
Ας επαλείψουμε με βάλσαμο αγάπης τις καρδιές των γερασμένων γονιών μας. Ας προσπαθήσουμε να τους καταλάβουμε και να μοιραστούμε μαζί τους τις εμπειρίες της δικής τους ζωής. Οι οποίες, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, επηρεάζουν και τη δική μας ζωή. Απαρτίζουν ένα σημαντικό κομμάτι του υποσυνείδητου μυαλού μας. Αποτελούν μεγάλο μέρος της ψυχικής μας ιστορίας που χωρίς την διαλεύκανσή του δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως τον εαυτό μας. Δίνοντας αγάπη και κατανόηση στους γερασμένους γονείς μας κάνουμε ένα μεγάλο δώρο στον εαυτό μας. Ξεφορτωνόμαστε το βάρος των ανεπίλυτων συγκρούσεων, των προσωπικών διαφωνιών, της ανέκφραστης δυστυχίας στην έλλειψη της πατρικής και μητρικής αγάπης. Το σκεφτήκαμε άραγε ποτέ πως τώρα, που οι γονείς μας ετοιμάζονται για το τελευταίο ταξίδι, τώρα που οι σωματικές τους δυνάμεις τους εγκαταλείπουν, μας δίνεται μια θαυμάσια ευκαιρία να γίνουμε εμείς γονείς τους; Να τους εκδικηθούμε γλυκά ανταποδίδοντας με αγάπη και κατανόηση την όποια δική τους παράλειψη του παρελθόντος; Γιατί μόνο παράλειψη και άγνοια μπορεί να θεωρηθεί η «κακία» των γονιών προς τα παιδιά τους. Κακοί χειρισμοί που μας πλήγωσαν και μας σημάδεψαν εν αγνοία τους. Όσοι από εμάς γίναμε γονείς μπορούμε τώρα να το κατανοήσουμε αυτό. Ούτε εμείς πληγώνουμε ηθελημένα τα παιδιά μας. Κι όμως τους στενοχωρούμε άθελά μας τόσες φορές…
Θυμάμαι ένα συγκινητικό σκηνικό όταν ήμουν μόλις 2-2,5 χρονών. Μου το επιβεβαίωσε αργότερα και η μητέρα μου. Είχαμε πάει για ένα οικογενειακό πικ νικ οι γονείς μου κι εγώ, ο αδελφός μου τότε δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Κι εκεί παίζαμε ένα παιχνίδι. Εγώ να είμαι η μαμά τους κι αυτοί τα παιδιά μου. Παιχνίδι ρόλων που τόσο ενθουσιάζει τα παιδιά. Θυμάμαι πως σε κάποια φάση κουράστηκα τόσο πολύ από τις ευθύνες και το άγχος του «γονιού» που έβαλα τα κλάματα και ζητούσα σπαρακτικά να επανέλθω και να γίνουν αυτοί ξανά οι γονείς μου… Η διαφορά όμως είναι πως τώρα, που είμαστε ενήλικοι, μπορούμε να παίξουμε μια χαρά το ρόλο του γονιού για τους γονείς μας και να σηκώσουμε άνετα τις ευθύνες τους. Μια γλυκιά εκδίκηση. Για τη σωτηρία της ψυχής, της δικής τους και της δικής μας….
Σας το εύχομαι…
το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγλαντζιά τέλη του 2006